- εναγισμός
- ἐναγισμός, ο (AM)1. προσφορά θυσίας σε νεκρούς ή ήρωες2. γεν. θυσίες, προσφορές συνήθ. στον πληθ..
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναγισμός — offering to the dead masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγισμοῖς — ἐναγισμός offering to the dead masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγισμοί — ἐναγισμός offering to the dead masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγισμούς — ἐναγισμός offering to the dead masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγισμῶν — ἐναγισμός offering to the dead masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγισμόν — ἐναγισμός offering to the dead masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)